- πεντηκοστήρ
- -ῆρος, ὁ, Α(δ. γρφ.) βλ. πεντηκοντήρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντηκοντήρ — και πεντηκοστήρ, ῆρος, ὁ, Α (στον σπαρτιατικό στρατό) αυτός που διοικεί στρατιωτικό σώμα πενήντα αντρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντηκοστήρ < πεντηκοσ τύς, ενώ ο τ. πεντηκοντήρ έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το πεντήκοντα] … Dictionary of Greek